- μογοστόκοι
- μογοστόκοςof birth-pangsmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μογοστόκος — μογοστόκος, ον (Α) 1. (ως επίθ. τής Ειλειθυίας) αυτός που παρίσταται και βοηθά κατά τη διάρκεια τού τοκετού 2. προσωνυμία τής θεάς Αρτέμιδος («ἀλλά τε ἡ βασίλεια Ἄρτεμίς ἐστιν», Θεόκρ.) 3. αυτή που υποφέρει τις ωδίνες τού τοκετού 4. αυτός που… … Dictionary of Greek